- τερατόμορφος
- -η, -ο / τερατόμορφος, -ον, ΝΜΑαυτός που έχει μορφή τέρατος, τερατώδης (α. «τερατόμορφο πλάσμα» β. «εἰς σωματοειδῆ και τερατόμορφον θεόν», Τζέτζ.)νεοελλ.1. αυτός που έχει διάπλαση τέρατος («τερατόμορφο κύημα»)2. μτφ. υπερβολικά άσχημος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ζωό-μορφος].
Dictionary of Greek. 2013.